δαικτήρ

δαικτήρ
δαϊκτήρ , δαικτήρ
slayer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαϊκτήρ — ( ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] 1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη) 2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ) …   Dictionary of Greek

  • δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ …   Dictionary of Greek

  • δαικτῆρος — δαϊκτῆρος , δαικτήρ slayer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”